λαιμοτόμος

λαιμοτόμος
λαιμο-τόμος, ον,
A throatcutting,

χείρ E.IT444

(lyr.);

σίδαρος Tim.Pers.142

;

σφαγίς AP6.306

([place name] Aristo).
II proparox. [full] λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαιμοτόμος — λαιμοτόμος, ον (α) αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο τόμος, φυλλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λαιμότομος — λαιμότομος, ον (Α) αυτός που τού έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά τομος, υλό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λαιμοτόμος — throatcutting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμότομος — throatcutting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμον — λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc sg λαιμοτόμος throatcutting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμου — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen sg λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμους — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμων — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμότομον — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc sg λαιμότομος throatcutting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”